μυελώδη

μυελώδη
μυελώδης
like marrow
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μυελώδης
like marrow
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μυελώδης
like marrow
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”